- ανομβρητικός
- ἀνομβρητικός, -ή, -όν (Α) [ανομβρώ]αυτός που προκαλεί ανάβλυση νερού («ὁ πατὴρ ἀνομβρητικὸς Πνεύματος Ἁγίου» — το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα σαν νερό που αναβλύζει).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ЕПИФАНИЙ КИПРСКИЙ — [греч. ᾿Επιφάνιος ὁ τῆς Κύπρου; лат. Epiphanius Constantiensis in Cypro], свт. (пам. 12 мая) (ок. 315, сел. Бесандука, Палестина 12 мая 403), еп. г. Констанции (древний Саламин, ныне пригород Фамагусты, Кипр), отец и учитель Церкви, богослов… … Православная энциклопедия